κόλυθροι

κόλυθροι
κόλυθροι, οἱ,
A testicles, Arist.Pr.913b20.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κόλυθροι — κόλυθροι, οἱ (Α) όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόλυθρον] …   Dictionary of Greek

  • κολύθρους — κόλυθροι testicles masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλυθρον — και κόλυτρον, τὸ (Α) το ώριμο σύκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. κόλυθρον και κόλυθροι είναι αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεσή τους με τον τ. κολεόν «θήκη» παραμένει αβέβαιη λόγω τής διαφοράς σημασίας. Οι λ. εμφανίζουν επίθημα θρον ( τρον), πρβλ. μέλα θρον, άρο τρον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”